- αλειπτήρας
- ο (Α ἀλειπτήρ) [ἀλείφω]νεοελλ.όργανο που χρησιμοποιείται για την επάλειψη τών μηχανών με λίπος ή λάδιαρχ.ο αλείπτης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλειπτῆρας — ἀλειπτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek